- λογίατρος
- λογ-ίατρος, ὁ,A a physician only in words, Gal.Libr.Propr.1, Id.15.159, al.:—hence [suff] λογ-ιατρεία, ἡ, Ph.1.526 (v.l. λογοιατρεία).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογίατρος — λογίατρος, ὁ (Α) γιατρός μόνο στα λόγια, ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + ἰατρός (< ἰῶμαι)] … Dictionary of Greek
λογιάτρους — λογίατρος a physician only in words masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίατρον — λογίατρος a physician only in words masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek